- αδυνατούν
- cе немоќни
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
ἀδυνατοῦν — ἀδυνατέω to be pres part act masc voc sg (attic epic doric) ἀδυνατέω to be pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) ἀδυνατόω debilitate pres part act masc voc sg ἀδυνατόω debilitate pres part act neut nom/voc/acc sg ἀδυνατόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
ανοιδώ — ἀνοιδῶ ( έω) (Α) 1. εξογκώνομαι, φουσκώνω «κῡμα... ἀνοιδῆσαν» (Ευριπίδης), «πνεῡμα... ἀδυνατοῡν ἔξω πορευθῆναι καὶ τὰ ταύτῃ φλέβια περιστὰν και ἀνοιδῆσαν» (Πλάτων, για τον αέρα που βρίσκεται μέσα στο ανθρώπινο σώμα) 2. μτφ. φουσκώνω από θυμό.… … Dictionary of Greek
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
επιτροπεία — Η ανάθεση σε ένα ορισμένο πρόσωπο (επίτροπο) της επιμέλειας του προσώπου και της περιουσίας ατόμων, τα οποία, λόγω ανηλικότητας, αναπηρίας ή ανικανότητας, δεν είναι σε θέση να επιμεληθούν τις υποθέσεις τους. Σε ε. υποβάλλονται οι αχειράφετοι… … Dictionary of Greek
ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
πανικός — Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν π. τον φόβο που προερχόταν από τον θεό Πάνα. Σήμερα π. λέγεται ο μεγάλος φόβος που εξαιτίας του παραλύει ο λογικός έλεγχος των πράξεων εκείνων που τους διακατέχει. Στην ψυχοπαθολογία π. λέγεται ο φόβος που παραλύει τα… … Dictionary of Greek
πολύεργος — (polyergus). Γένος κλειστόγαστρων υμενόπτερων, συγγενικό με το κοινό μυρμήγκι. Οι π. «υποδουλώνουν» άλλα μυρμήγκια, τα οποία υποχρεώνονται όχι μόνο να κατασκευάζουν τις φωλιές των π. αλλά και να τους ταΐζουν, γιατί οι π., έτσι όπως είναι η… … Dictionary of Greek
προβληματικός — ή, ό / προβληματικός, ή, όν, ΝΑ [πρόβλημα, ατος) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πρόβλημα ή έχει χαρακτήρα προβλήματος νεοελλ. 1. αυτός που μοιάζει με πρόβλημα ή αυτός που προκαλεί προβλήματα, αυτός τού οποίου δύσκολα μπορεί να προβλέψει κανείς… … Dictionary of Greek
σάλιαγκας — και σάλιακας και σάλιαγκος, ο, Ν 1. το σαλιγκάρι 2. είδος φυτού 3. παροιμ. «σάλιαγκα σπίτι καίγεται κι εκείνος τραγουδάει» λέγεται για εκείνους που αδυνατούν να αντιληφθούν το μέγεθος τής συμφοράς που έχουν πάθει. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από… … Dictionary of Greek